ανθρωπεύω

ανθρωπεύω
(αόρ. ανθρώπεψα) 1. αμετ.
1) вести себя как подобает человеку; вести себя прилично; 2) становиться человеком; облагораживаться; 3) приукрашаться, становиться красивее, лучше (о предметах); 2. μετ. 1) делать человеком; цивилизовать; облагораживать; 2) приводить в порядок, делать красивее (предметы)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανθρωπεύω" в других словарях:

  • ανθρωπεύω — ανθρωπεύω, ανθρώπεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανθρωπεύω : κυρίως με παθητική διάθεση γίνομαι άνθρωπος (να βρεις κι εσύ καμιά δουλειά, να κάνεις οικογένεια, να ανθρωπέψεις!) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανθρωπεύω — (Α ἀνθρωπεύομαι) νεοελλ. 1. εξανθρωπίζομαι, μαθαίνω να συμπεριφέρομαι κόσμια, ευπρεπίζομαι, αποκτώ το ήθος και τους τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου 2. (για πράγματα) συγυρίζομαι, εξωραΐζομαι 3. (μτβ.) κάνω κάποιον να είναι κόσμιος και ευπρεπής… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αμτβ., γίνομαι άνθρωπος, φέρνομαι πολιτισμένα: Με το λέγε λέγε επιτέλους ανθρώπεψε. 2. (για πράγματα), βελτιώνομαι: Ανθρώπεψε με το συγύρισμα το σπιτικό μας. 3. μτβ., εκπολιτίζω: Είδε κι έπαθε να τον ανθρωπέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυγανθρωπεύω — Α αποφεύγω τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + ανθρωπεύω, μέσω ενός αμάρτυρου *φυγάνθρωπος (πρβλ. φιλ ανθρωπεύω)] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπίζω — (Α ἀνθρωπίζω) νεοελλ. 1. ανθρωπεύω* 2. (μτβ.) εξανθρωπίζω αρχ. 1. ζω και συμπεριφέρομαι σαν άνθρωπος, όπως ταιριάζει σε άνθρωπο 2. (παθ., ομαι) γίνομαι άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • εξευρωπαΐζω — εξευρωπάισα, εξευρωπαΐστηκα, εξευρωπαϊσμένος, μτβ. 1. (για πρόσωπα), κάνω κάποιον Ευρωπαίο, του κάνω κτήμα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. 2. (για πρόσωπα), ανθρωπεύω, εκπολιτίζω, κάνω κάποιον πολιτισμένο (περισσότερο από όσο ήταν). 3. (για πράγματα),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξημερώνω — εξημέρωσα, εξημερώθηκα, εξημερωμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι από άγριο σε ήμερο, μερώνω, δαμάζω. 2. μτφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καλμάρω. 3. εκπολιτίζω, εξευγενίζω, ανθρωπεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»